ἀοιδά Ar.Ra.213
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
εύγηρυς — εὔγηρυς, υ (Α) αυτός που ηχεί γλυκά («εὔγηρυς ἀοιδά», Αριστοφ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < ευ + γήρυς «φωνή»] … Dictionary of Greek
εὔγηρυν — εὔγηρυς sweet sounding masc acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)